- υπερχρονία
- ἡ, Αβλ. ὑπερχρόνιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερχρόνιος — ία, ον, Α 1. αυτός που έχει υπερβεί το σύνηθες όριο ζωής, ο υπεραιωνόβιος 2. ὑπέρχρονος*, αιώνιος 3. εκπρόθεσμος 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑπερχρονία α) η υπερημερία β) πληρωμή για υπερωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. ἐγ… … Dictionary of Greek